ἀγκαλίς

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγκᾰλίς Medium diacritics: ἀγκαλίς Low diacritics: αγκαλίς Capitals: ΑΓΚΑΛΙΣ
Transliteration A: ankalís Transliteration B: ankalis Transliteration C: agkalis Beta Code: a)gkali/s

English (LSJ)

ἡ, in plural,
A = ἀγκάλαι, arms, Ep. dat. pl. ἀγκαλίδεσσιν Il.18.555, 22.503; ὑπ' ἀγκαλίσιν IG 9(1).882.13 (Corcyra).
2 armful, Ar.Fr.418, Nicostr.24, Ister 54(s.v.l.), Ph.5.147C., Plu.Rom.8.
II = δρέπανον, Maced. word, J.AJ5.1.2, Hsch.

Spanish (DGE)

(ἀγκᾰλίς) -ίδος, ἡ
• Morfología: [ép. dat. plu. ἀγκαλίδεσσι Il.18.555, 22.503, Call.Dian.73, A.R.4.137, Nonn.D.9.219]
I 1ángulo interno del brazo, brazo gener. en dat. plu. en los brazos, ἐν ἀγκαλίδεσσι τιθήνης Il.22.503, παῖδες ... ἐν ἀγκαλίδεσσιν φέροντες Il.18.555, cf. Nonn.D.9.219, ὑπ' ἀγκαλίδεσσιν A.R.4.137, cf. IG 92.1024.13 (Corcira II/III d.C.), μετ' ἀγκαλίδεσσιν Call.Dian.73.
2 brazada, haz Ar.Fr.432, Nicostr.Com.25, λίνου ἀγκαλίδες I.AI 5.9, ἀ. ξύλων Plu.Cat.Mi.46, cf. PSI 317.10 (I d.C.), κλάδων ἀγκαλίδες Apollod.Poliorc.140.8
fig. ἀγκαλίδα γὰρ ὀρφανῶν ἥρπασαν LXX Ib.24.19, cf. Ph.2.298, Plu.Rom.8.
3 como medida de longitud codo, braza, Fr.Lex.II s.u. ἀγκαλίδα.
II maced. hoz Hsch.

German (Pape)

[Seite 14] ίδος, ἡ, 1) bei Hom. ἀγκάλη, ἐν ἀγκαλίδεσσιν εὕδειν Il. 22, 503, φέρειν 18, 555, wie Callim. Dian. 73. – 2) Armvoll, Bündel. χόρτου καὶ ὕλης Plut. Rom. 8; VLL. H. h. in Cer. 456 hat Ilg. wohl mit Unrecht ἀγκαλίδων für ἀσταχύων geschrieben.

French (Bailly abrégé)

1ίδος (ἡ) :
1 bras recourbé ; ἐν ἀγκαλίδεσσι IL dans les bras;
2 brassée.
Étymologie: ἀγκάλη.
2= ἄχθος. καὶ δρέπανον.
Étymologie: mot macédonien.

Russian (Dvoretsky)

ἀγκᾰλίς: ίδος ἡ
1 Hom. = ἀγκάλη 1;
2 охапка, вязанка, связка (χόρτου καὶ ὕλης Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκᾰλίς: ἡ, ἐν τῷ πληθ. = ἀγκάλαι· Ἐπ. δοτ. πληθ. ἀγκαλίδεσσιν, Ἰλ. Σ. 555., Χ. 503· ὑπ’ ἀγκαλίσιν, Συλλ. Ἐπιγρ. Προσθῆκαι 1907bb. 2) δέμα ὅσον χωρεῖ ἀγκάλη, Νικόστρ. ἐν «Σύρῳ» 3, Πλούτ. Ῥωμ. 8. (Αἱ τῶν φρυγάνων δέσμαι. Ἡσύχ.). ΙΙ. δρέπανον, Μακεδον. λέξ., Ἡσύχ., Ἰωσήπ. Ἰ. Ἀρ. 5. 1. 2.

English (Autenrieth)

only ἐν ἀγκαλίδεσσι: in the arms.

Greek Monotonic

ἀγκᾰλίς: ἡ, στον πληθ., = ἀγκάλαι, αγκάλες, Επικ. δοτ. πληθ. ἀγκαλίδεσσιν, σε Ομήρ. Ιλ.