ἀγλαόκρανος

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source

German (Pape)

[Seite 16] Θέτις, mit schönen Quellen, schrieb Böckh Pind. N. 3, 54 ed. I, für ἀγλαόκαρπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀγλαόκρᾱνος: с прекрасными источниками (Θέτις Pind. - v. l. к ἀγλαόκαρπος).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγλαόκρανος: Δωρ. = ἀγλαόκρηνος.

English (Slater)

ἀγλαόκρανος, -καρνος v. ἀγλαόκολπος.