ἀλληλοκτόνος

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλληλοκτόνος Medium diacritics: ἀλληλοκτόνος Low diacritics: αλληλοκτόνος Capitals: ΑΛΛΗΛΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: allēloktónos Transliteration B: allēloktonos Transliteration C: alliloktonos Beta Code: a)llhlokto/nos

English (LSJ)

ἀλληλοκτόνον, of things, producing mutual slaughter, δαῖτες Moschio Trag.6; ζῆλος D.H.2.24.

Spanish (DGE)

-ον
asesino mutuo, asesino de los suyos βοραὶ δὲ σαρκοβρῶτες ἀλληλοκτόνους παρεῖχον αὐτοῖς δαῖτας en opinión de órficos vegetarianos, Moschio Trag.6.14, φθόρος D.H.1.65, ζῆλος D.H.2.24, εἵμαρτο αὐτοὺς ἀλληλοκτόνους γενομένους κατὰ τὰς ἀρὰς τοῦ πατρὸς ἀποθανεῖν Sch.E.Ph.584.

German (Pape)

[Seite 102] sich gegenseitig mordend, Dion. Hal. φθόρος, Untergang durch Wechselmord, 1, 52; ζῆλος, gegenseitigen Mord erzeugende Eifersucht, 2, 24 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλληλοκτόνος: -ον, ἐπὶ πραγμάτων παραγόντων ἀμοιβαῖον φόνον ἢ καταστροφήν, δαῖτες, Μοσχίων παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 242, ζῆλος, Διον. Ἁλ. 2. 24.

Greek Monolingual

ἀλληλοκτόνος, -ον (Α)
1. (για πράγματα) αυτός που προξενεί αμοιβαίο φόνο ή αμοιβαία καταστροφή
2. (για πρόσωπα στον πληθυντικό) οἱ ἀλληλοκτόνοι
αυτοί που φονεύουν ο ένας τον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο- + -κτόνος < κτείνω < α.
ΠΑΡ. ἀλληλοκτονία
αρχ.
ἀλληλοκτονῶ >].