ἀλλοτριοπραγία
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
ἡ, meddling with other folk's business, Plu.2.57d, Procl. in R.1.216K.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 entrometimiento, intervención en cosas ajenas πολιτείαν μὲν ἀλλοτριοπραγίαν ἐπίπονον ... ὀνομάζοντες Plu.2.57d.
2 actuación política desacertada μὴ δι' ἀλλοτριοπραγίαν ὑφαρπάζειν τὰ τῶν ἄλλων ἐξαίρετα, ζῆν δὲ ἕκαστον ἐφ' ᾧ τέτακται παρὰ τῆς πολιτικῆς ἐπιστήμης Procl.in R.1.216.25.
German (Pape)
[Seite 106] ἡ, unberufene Geschäftigkeit, Vorwitz, Plut. ad. et am. discr. 20.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ingérence dans les affaires d'autrui.
Étymologie: ἀλλότριος, πράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλοτριοπρᾱγία: ἡ вмешательство в чужие дела, непрошенная хлопотливость Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοτριοπραγία: ἡ, οὐσ. τοῦ ἀλλοτριοπραγεῖν, τὸ ἀναμιγνύεσθαι εἰς τὰς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων, Πλουτ. πῶς δεῖ διακριν. τὸν Κόλακ.
Greek Monolingual
ἀλλοτριοπραγία, η (Α)
η ανάμιξη σε ξένες υποθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + -πραγία < πράττω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοτριοπραγῶ].