ἀμβλυόχρους

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβλυόχρους Medium diacritics: ἀμβλυόχρους Low diacritics: αμβλυόχρους Capitals: ΑΜΒΛΥΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: amblyóchrous Transliteration B: amblyochrous Transliteration C: amvlyochrous Beta Code: a)mbluo/xrous

English (LSJ)

ἀμβλυόχρουν, faint, ἥλιος Lyd.Ost.9c (vv.ll. ἀμβλυώχρους, -ωχρος).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλυόχρους: ουν, ὁ ἔχων ἀμβλύ, πελιδνὸν χρῶμα, λέξις μεταγ.

Greek Monolingual

ἀμβλυόχρους, -ουν (Μ)
αυτός που έχει χρώμα αμαυρό, πελιδνό ή απροσδιόριστο, ο θαμπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + -χρους < -χροος < χρώς «χρώμα»].