ἀμβλώσιμος

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβλώσιμος Medium diacritics: ἀμβλώσιμος Low diacritics: αμβλώσιμος Capitals: ΑΜΒΛΩΣΙΜΟΣ
Transliteration A: amblṓsimos Transliteration B: amblōsimos Transliteration C: amvlosimos Beta Code: a)mblw/simos

English (LSJ)

ἀμβλώσιμον, belonging to abortion, Max.275.

Spanish (DGE)

-ον propicio al aborto ἦμαρ Max.275.

German (Pape)

[Seite 118] zur Fehlgeburt gehörig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλώσιμος: -ον, ὁ εἰς ἐξάμβλωσιν, εἰς ἀποβολὴν ἀνήκων, Μανέθ. 4. 413, Μάξιμ. π. κατ. 275.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμβλώσιμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που υπόκειται σε άμβλωση, που μπορεί να υποστεί άμβλωση
αρχ.
αυτός που έχει σχέση με άμβλωση ή αποβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβλωσις + παραγ. κατάλ. -ιμος].