ἀναληπτικός

From LSJ

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναληπτικός Medium diacritics: ἀναληπτικός Low diacritics: αναληπτικός Capitals: ΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: analēptikós Transliteration B: analēptikos Transliteration C: analiptikos Beta Code: a)nalhptiko/s

English (LSJ)

ἀναληπτική, ἀναληπτικόν, restorative, κύκλος, of medical treatment, Sor.2.88, cf. Gal.1.301. Adv. ἀναληπτικῶς Id.14.672.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 medic. reparador de un tratamiento médico, Sor.103.17, 151.32, Gal.1.301, de alimentos, Theod.Prisc.Leg.69.
2 adv. -ῶς a base de reconstituyentes ἀ. ἄγειν αὐτόν Gal.14.672.

German (Pape)

[Seite 196] erquickend, stärkend, ἀγωγή, φάρμακα, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναληπτικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἀνάρρωσιν καὶ ὑγίειαν, Γαλην.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναληπτικός, -ή, -όν) ἀναλαμβάνω
(στην Ιατρ.)
1. αυτός που συντελεί στην ανάρρωση, δυναμωτικός, τονωτικός
2. (ο πληθυντικός του ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αναλγητικά
νεοελλ.
1. (για χρηματικές καταθέσεις) αυτός που επιστρέφεται σε πρώτη ζήτηση, που μπορεί να αναληφθεί αμέσως.