ἀναχωρητικός
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
ἀναχωρητική, ἀναχωρητικόν, disposed to retire; τὸ ἀ. Arr.Epict.2.1.10.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1eremítico, Apoph.Patr.M.65.152A
•ref. a una tórtola habituado a vivir apartado, solitario ὁ Φυσιολόγος ἔλεξε περὶ τῆς τρυγόνος ὅτι αὕτη μονόγαμός ἐστι καὶ ἀναχωρητικὴ πάνυ Phys.A 93.1.
2 subst. τὸ ἀ. acción de retraerse o echarse atrás Arr.Epict.2.1.10.
II adv. -ῶς a modo de anacoreta Gr.Naz.M.37.172C.
German (Pape)
[Seite 215] zum Zurückweichen geneigt, Arr.; einsiedlerisch, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχωρητικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ ἀποχωρήσῃ, τὸ ἀναχωρητικὸν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 10.
Greek Monolingual
-ή, -όν (AM ἀναχωρητικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αγαπάει την απομάκρυνση από την ομαδική ζωή
2. αυτός που ρέπει στην ασκητική ζωή
3. αυτός που αρμόζει στην ασκητική ζωή.