ἀνδροῦμαι

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

(AM ἀνδροῦμαι, ἀνδρόομαι, ενεργ, ἀνδρῶ, ἀνδρόω)
(για νέο) ενηλικιώνομαι
νεοελλ.
γίνομαι ανδρείος
μσν.-αρχ.
παντρεύομαι
αρχ.
1. (το ενεργ.) α) καθιστώ άνδρα κάποιον
β) προσδίδω ανδρεία
2. μέσ. έχω γενναία όψη.