ἀνθράκωμα

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰ́κωμα Medium diacritics: ἀνθράκωμα Low diacritics: ανθράκωμα Capitals: ΑΝΘΡΑΚΩΜΑ
Transliteration A: anthrákōma Transliteration B: anthrakōma Transliteration C: anthrakoma Beta Code: a)nqra/kwma

English (LSJ)

-ατος, τό, heap of charcoal, coal-fire, Dsc.Eup.1.45.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
montón de carbón, fuego de carbón καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματος Dsc.Eup.1.45, cf. Hierocl.Facet.135.

German (Pape)

[Seite 233] τό, Kohlenfeuer, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθράκωμα: τό, πῦρ ἐξ ἀνθράκων, ἔπειτα ὀπτηθεῖσα ἐπ’ ἀνθρακώματος Διοσκ. Περὶ Εὐπορίστ. 1. 48.

Greek Monolingual

και αθράκωμα, το (Α ἀνθράκωμα)
νεοελλ.
1. απανθράκωση
2. το οίδημα άνθραξ
αρχ.
ανθρακιά, φωτιά από κάρβουνα.