ἀντεγείρω

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεγείρω Medium diacritics: ἀντεγείρω Low diacritics: αντεγείρω Capitals: ΑΝΤΕΓΕΙΡΩ
Transliteration A: antegeírō Transliteration B: antegeirō Transliteration C: antegeiro Beta Code: a)ntegei/rw

English (LSJ)

raise or build instead, D.C.69.12; build in opposition, τί τινι App.Pun.114.

Spanish (DGE)

I sin sent. hostil
1 hacer surgir, construir en lugar de ἐς τὸν τοῦ ναοῦ τοῦ θεοῦ τόπον ναὸν τῷ Διὶ ἕτερον D.C.69.12.1.
2 fig. engrandecer, ensalzar νυμφίου χάριν Gr.Naz.M.37.373C.
II c. sent. hostil construir contra αὐτῷ χάρακα App.Pun.114
en v. med. ἄλλο παρά τινων ἀντεγείρεται ἡμῖν θυσιαστήριον Gr.Nyss.Ep.3.24
levantar contra fig. ἀντεγείρει ἑαυτὸν τῷ προσκυνουμένῳ ὀνόματι Gr.Nyss.Eun.3.9.63
en v. med. levantarse, surgir fig. ὁ τῆς ἀληθείας λόγος πρὸς τὴν τοῦ ψεύδους ἀνατροπὴν ἀντεγείρεται Gr.Nyss.Eun.3.1.10.

German (Pape)

[Seite 245] dagegen aufregen, errichten, ναόν Dio C. 69, 12 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεγείρω: ἀνεγείρω ἢ οἰκοδομῶ τι ἐν τῇ θέσει ἄλλου, καὶ ἐς τὸν τοῦ ναοῦ τοῦ θεοῦ τόπον ναὸν τῷ Διὶ ἕτερον ἀντεγείραντος Δίων Κ. 69. 12· ἐγείρω τι ἐναντίον τινός, ἀντήγειραν αὐτῷ χάρακα Ἀππ. Καρχ. 114.

Greek Monolingual

ἀντεγείρω (AM)
χτίζω κάτι για να χρησιμοποιηθεί εναντίον κάποιου
αρχ.
χτίζω κάτι στη θέση άλλου κτηρίου.