ἀνότιστος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ἀνότιστον, free from moisture, dry, τόποι Dsc.1 Praef.9; κονιορτός Archig. ap. Orib.8.2.6.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene humedad, seco τόποι Dsc.praef.9, κονιορτός Archig. en Orib.8.2.6
•que no necesita humedad de un tipo de trigo, Plu.2.915e.
2 ἀνότιστον· ἀθρήνητον Hsch.
German (Pape)
[Seite 242] unbenetzt, trocken, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνότιστος: -ον, ὁ μὴ νοτιζόμενος, μὴ ὑγραινόμενος, Διοσκ. 1. προοιμ.
Greek Monolingual
κ. ανότιγος, -η, -ο (Α ἀνότιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει νοτιστεί, δεν έχει υγρανθεί, στεγνός.