ἀποστερίσκω
From LSJ
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
English (LSJ)
Spanish (DGE)
privar c. ac. de pers. y gen. de cosa Πολυνείκη θρόνων S.OC 376.
German (Pape)
[Seite 327] = ἀποστερέω, τινά τινος Soph. O. C. 377.
French (Bailly abrégé)
c. ἀποστερέω.
Étymologie: ἀπό, στερίσκω.
Greek Monotonic
ἀποστερίσκω: = ἀποστερέω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστερίσκω: Soph. и ἀποστέρω Isocr. = ἀποστερέω.