ἀπόπεμπτος

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόπεμπτος Medium diacritics: ἀπόπεμπτος Low diacritics: απόπεμπτος Capitals: ΑΠΟΠΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: apópemptos Transliteration B: apopemptos Transliteration C: apopemptos Beta Code: a)po/pemptos

English (LSJ)

ἀπόπεμπτον, dismissed, dub. in PPetr.2p.52(iii B.C.); cf. Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 despachado, despedido τῶν ναυτῶν [ἀπο] πέμπτων γενομένων PPetr.2.15.7 (III a.C.), cf. Ephr.Syr.2.432c.
2 repudiable, divorciable τυκτὸν κακὸν, οὐδ' ἀπόπεμπτον del mal matrimonio, Gr.Naz.M.37.570A, ἀπόπεμπτοι· οἱ ἄξιοι ἀποπεμφθῆναι διὰ μοχθηρίαν ἤθους Hsch.α 6555
ajeno οὐκ ἀπόπεμπτον ἐποιεῖτο τὸ χρῆναι μυσταγωγεῖν Cyr.Al.M.74.860B.

German (Pape)

[Seite 318] fortgeschickt, entlassen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπεμπτος: -ον, ὁ ἀποπεμφθείς, «ἀπόπεμπτοι· οἱ ἄξιοι ἀποπεμφθῆναι διὰ μοθχηρίαν ἤθους» Ἡσύχ.· ἀπόπεμπτοι καὶ ἀπόβλητοι Κύριλλ. ἐν Ἰω. ς΄, 10· ὃν δύναταί τις ν’ ἀποπέμψῃ, Γρηγ. Νύσσ.

Greek Monolingual

ἀπόπεμπτος, -ον (Α)
1. αυτός που διώχθηκε, που απομακρύνθηκε
2. αυτός που μπορεί κανείς να αποπέμψει, να αποσοβήσει.