ἀργυροκοπεῖον
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
τό, silversmith's shop, mint, Antipho Fr.36, And.Fr.5, Aeschin.Socr.39, Arist.Pr.936b26, Plb.26.1.2:—also ἀργυροκόπιον, IG22.1013.30, 12(5).480.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): ἀργυροκόπιον IG 22.1013.30 (II a.C.), Kerameikos C 1, etc.
lugar donde se acuña moneda, ceca Antipho Fr.36, And.Fr.5, Aeschin.Socr.39, IG 12(5).480.6 (Sifnos V a.C.), Arist.Pr.936b26, Plb.26.1.2, IG 22 l.c., Kerameikos l.c., Lib.Or.31.12.
German (Pape)
τό, Werkstatt des Silberarbeiters, Münze, Antiph. bei Harp., der als Erkl. das sp. W. σημαντήριον gibt; Pol. 26.10; Aeschin. bei Poll. 7.103.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠροκοπεῖον: τό мастерская серебряных изделий или серебряной монеты Aeschin., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠροκοπεῖον: τό, ἐργαστήριον τοῦ ἀργυροκόπου, νομισματοκοπεῖον, «ἀργυροκοπεῖον: Ἀντιφῶν ἐν τῷ πρὸς Νικοκλέα· ὅπου κόπτεται τὰ νομίσματα· ὃ νῦν σημαντήριόν τινες καλοῦσι» Ἁρπ., Ἀνδοκ. παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Σφ. 1007, Ἀριστ. Πρβλ. 24. 1, Συλλ. Ἐπιγρ 123. 30.
Greek Monolingual
ἀργυροκοπεῖον, το (Α) αργυροκόπος
το νομισματοκοπείο.