ἀστροθεσία
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ἡ, group of stars, constellation, Ath.II. 490f; arrangement of planets, Vett.Val.157.24.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
composición de astros, constelación σύνεγγυς γάρ ἐστιν ὁ Ὠρίων τῇ ἀστροθεσίᾳ τῶν Πλειάδων Ath.490f, cf. Sch.Arat.27, 450, Heph.Astr.3 proem.
•disposición de los planetas Vett.Val.149.19
•Ἀ. tít. de una obra de Arato, Arat.SHell.88.
German (Pape)
[Seite 378] ἡ, die Stellung der Sterne zu einander, Constellation, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστροθεσία: ἡ, ἡ σχετικὴ θέσις τῶν ἀστέρων, Κλήμ. Ἀλ. σ. 986, 31, κλ. 2) ἄθροισμα ἀστέρων, ἀστερισμός, ἀστροθεσία τῶν Πλειάδων Ἀθήν. 490F.
Greek Monolingual
ἀστροθεσία, η (Α) αστροθέτης
1. η θέση, η διάταξη των άστρων
2. ο αστερισμός.