ἄκρητος
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης, v.sub ἄκρατος.
Spanish (DGE)
jón. v. ἄκρατος.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ion. p. ἄκρατος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκρητος: ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης, ἴδε ἐν λ. ἀκραί.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ακρητοποσίη, ακρητοπότης / ἄκρητος, ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης κ.λπ. (Α)
βλ. άκρατος, ακρατοποσία, ακρατοπότης κ.λπ.
Greek Monotonic
ἄκρητος: ἀκρητο-ποσίη, -πότης, βλ. ἀκρατ-.