ἄπεργος
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ἄπεργον,
A idle, f.l. for ἀργός, Artem.1.42.
II obsolete, Phld. Rh.1.354 S.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀπεργός Hsch.
1 fuera de uso, pasado de moda ἄπεργα ποιοῦσι καινὰ [φ] αίνεσθαι Phld.Rh.1.354.
2 de pers. sin trabajo, SEG 27.545.9, 13, 17 (Samos III a.C.), cf. ἀπεργός· ἀργός Hsch.
3 subst. τὸ ἄ. lado no trabajado, no labrado (λίθοι) ἄ. ἔχοντες IG 22.1666A.98, B.48, 70 (Eleusis IV a.C.).
German (Pape)
[Seite 287] (ἔργον), unthätig, müssig, Artemid. 1, 42.
Greek Monolingual
ἄπεργος, ο (Α)
αυτός που δεν εργάζεται, ο οκνηρός.
Greek Monolingual
ο
αυτός που κατεβαίνει, μετέχει σε απεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. άπεργος «αργός, οκνηρός» < απ(ο)- + -εργος < έργον].