ἐκμισθόω
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
let out for hire, ὁλκάδας X.Vect.3.14; χωρίον Lys.7.4; [τέμενος] SIG1044.30 (Halic.), etc.: c. inf., ἐ. τινὰ ἑταιρεῖν Aeschin. 1.13:—Med., contract for, ἔργον Them.Or.4.53a.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐγμ- frec. en pap. e inscr.
I 1poner en alquiler o arriendo, alquilar, arrendar para obtener beneficio de una propiedad o un servicio, c. ac. ὁλκάδας δημοσίας ... ἐκμισθοῦν ἐπ' ἐγγυητῶν X.Vect.3.14, χωρίον Lys.7.4, τοὺς οἴκους ... τῶν ὀρφανῶν Arist.Fr.420, cf. Harp.s.u. φάσις, POxy.727.19 (II d.C.), τὸ δὲ τέμενος SIG 1044.30 (Halicarnaso IV/III a.C.), (ταμιεῖον) PHib.31.20 (II a.C.), ναῶν κατασκευάς D.H.6.17, (τὰ ἐλαιούργια) ἐκμισθοῦντα ὃν τρόπον ἠβούλετο Arist.Pol.1259a15, ἐργαστήρια D.C.62.27.1, θεωρητήρια Plu.CG 12, τελωνείαν SEG 39.1180.10 (Éfeso I a.C.), τάς τε προσόδους τὰς κοινάς D.C.Epit.7.19.7, τὸν ἐμὸν ἄθλιον τράχηλον (habla el asno que mueve la muela), Luc.Asin.28, (ἱστόν) POxy.1705.14 (III d.C.), cf. BGU 1130.15 (I a.C.)
•c. dat. compl. indir. μὴ ἐξέστω ... κήπους ... ἑτέρῳ ἐγμισθῶσαι ID 1416B.1.48 (II a.C.), en v. pas. ἀμπελῖτις (sc. γῆ) PTeb.82.12 (II a.C.), ἐγμισθωθείσης μοι τῆς νήσου PGoodsp.Cair.9.2 (I a.C.), νῦν δὲ ὑπὸ τῶν βασιλέων ἡ νῆσος ἐκμεμίσθωται Peripl.M.Rubri 31.
2 ceder en alquiler c. ac. de pers. ἐκτήσατο ἐν τοῖς ἀργυρείοις χιλίους ἀνθρώπους, οὓς ... Σωσίᾳ τῷ Θρᾳκὶ ἐξεμίσθωσεν X.Vect.4.14, ὥσπερ ἐκμεμισθωκέναι αὐτῇ τὰ ὦτα καὶ τὴν γλῶτταν (sería) como alquilar a ésta sus oídos y su voz, e.e., someter su opinión a la escuela, Olymp.Prol.10.28
•c. cierto matiz peyor. μυρίους ξένους de mercenarios, Aeschin.3.146, ἑαυτήν τε καὶ τὴν τέχνην de una tañedora de arpa, Hld.2.8.4
•como sinón. de prostituir, entregar para prostituir a cambio de dinero, c. dat. ἀντὶ τοῦ ἑνὸς ἐκμισθῶ σοι αὐτόν T.Isach.1.14, τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα Hermog.Stat.7, τοὺς ἑαυτῶν θαλάμους ... τοῖς ξένοις Phylarch.7
•c. inf. final τινα ... ἑταιρεῖν Aeschin.1.13
•fig., c. el pron. refl. ponerse uno en venta, venderse, e.e., avenirse a todo αἱ ἑταῖραι ἐξεμίσθουν ἑαυτὰς τοῖς βουλομένοις Chrysipp.Stoic.3.196, οὕτως ἐπ' ἀργυρίῳ ἐκμισθοῖ ἑαυτόν Arr.Epict.4.1.139, οὐδὲ γὰρ δεῖ ὥσπερ ἐκμεμισθωκέναι πάντως ἑαυτόν pues (el exégeta) no debe, por así decirlo, avenirse a todo (ref. al criterio de autoridad), Ammon.in Cat.8.15.
II en v. med.
1 obtener para sí una contrata, alquilar o comprar servicios ὁ τέκτων ... ἐκμισθωσάμενος οἰκίαν ταύτην obteniendo el constructor la contrata (de la obra) de esta casa Arr.Epict.3.21.4, τελῶν καὶ φόρων, οὓς ὑπὸ τῶν ἐθνῶν τελουμένους ἐξεμισθοῦντο App.BC 2.13, ἐξεμισθώσαντο Ἀλκμαιωνίδαι τὸ ἔργον ref. a la construcción del templo, Them.Or.4.53a
•fig., c. ac. de abstr. οἱ τὸ ἀναιδὲς τῆς φωνῆς πρὸς τὰς ἑαυτῶν φιλονεικίας ἐκμισθούμενοι quienes contratan la impudicia de la palabra para sus propias riñas Gr.Nyss.Eun.1.44, ψευδεῖς μαρτυρίας Basil.M.31.1448A.
2 ref. a tierras tomar en arriendo, arrendar ἀλλοτρίαν ἐκμισθούμενοι γῆν Basil.M.29.252C.
German (Pape)
[Seite 769] vermiethen, gegen Lohn verdingen, τινά τινι, Xen. Vect. 4, 14; Aesch. 3, 146; ὃς ἂν ἐκμισθωθῇ ἑταιρεῖν 1, 13; τὸ χωρίον Lys. 7, 4; Folgde, wie Arist. polit. 1, 11. – Med. bei Themist., miethen.
French (Bailly abrégé)
ἐκμισθῶ :
louer, donner à loyer, acc..
Étymologie: ἐκ, μισθόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμισθόω:
1 отдавать внаем, на откуп или в аренду (ὁλκάδας ἐπ᾽ ἐγγυητῶν Xen.; χωρίον Lys.; τὰ ἐλαιούργια Arst.);
2 уступать за плату (μυρίους ξένους τινί и τινά ἑταιρεῖν Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμισθόω: δίδω ἐπὶ μισθῷ, τινί τι Ξεν. Πόροι 3. 14· τι Λυσ. 108. 35· μετ’ ἀπαρ., ἐκμ. τινα ἑταιρεῖν Αἰσχίν. 2. 41: ― Μέσ., μισθοῦμαι, μισθώνω δι’ ἐμαυτόν, λαμβάνω ἐπὶ μισθῷ, Θεμιστ. 53Α.
Greek Monotonic
ἐκμισθόω: μέλ. -ώσω, νοικιάζω, εκμισθώνω, τί τινι, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. ώσω
to let out for hire, τί τινι Xen.