ἐκπεριέρχομαι
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
= ἐκπερίειμι (go out and round, go all round), Plb.10.31.3, Onos.22.4, Plu.2.614c, Luc. Asin.18: c. acc.,
A traverse, include in one's survey, τὰ φανερὰ πάντα Phld.Sign.19, cf.Rh.1.154S.; τὸν Πόντον Plu.Caes.58; πόλεις J.AJ 6.1.1.
2 surround, envelop, Hdn.3.3.8.
II circumvent, J. AJ5.1.14, al.
Spanish (DGE)
I intr. dar un rodeo τῶν εὐζώνων ἐκπεριελθόντων ἐκ πολλοῦ habiendo dado un vasto rodeo la infantería ligera Plb.10.31.3, οἱ ἱππεῖς ἐκπεριελθόντες καὶ κατὰ νώτου συνελάσαντες τοὺς Ἰνδούς Polyaen.4.3.22, fig., c. ac. int. ὁ μῦθος ἐκπεριελθὼν ἀπ' Αἰγύπτου μακρὰν ὁδὸν Plu.2.614b.
II tr.
1 c. ac. de lugar rodear completamente, recorrer τὸν Πόντον Plu.Caes.58, τὰς πέντε τῶν Παλαιστίνων πόλεις I.AI 6.6, cf. Luc.Asin.18, τὸν οὐρανὸν ... ἐκπεριερχομένην de la luna, Hippol.Haer.6.53.5
•fig. abarcar con el pensamiento, examinar ὅπως ἂν ἐκπεριέλθωμεν ὀρθῶς πᾶν ὃ δύναταιῥηθῆναι Phld.Rh.1.154, cf. Sign.19.14, οὐδὲν ἀθλιώτερον τοῦ πάντα κύκλῳ ἐκπεριερχομένου M.Ant.2.13, ἡμᾶς ἐξ ἀρχῆς ἑλὼν καὶ πάντα τρόπον ἐκπεριελθών Gr.Thaum.Pan.Or.7.2.
2 c. ac. de pers. cercar τοὺς πολεμίους Onas.22.4, φοβηθέντες μὴ κυκλωθεῖεν ἐκπεριελθόντων αὐτοὺς τῶν πολεμίων Hdn.3.3.8, fig. τοῦ θεοῦ δεινῶς αὐτὸν ἐκπεριελθόντος I.AI 5.44, cf. Gr.Nyss.Hex.M.44.77A.
German (Pape)
[Seite 772] (s. ἔρχομαι), dasselbe; Pol. 10, 31, 3; Luc. Asin. 18; Πόντον Plut. Caes. 58.
French (Bailly abrégé)
c. ἐκπερίειμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπεριέρχομαι: (с или из какого-л. места) обходить, объезжать, огибать (ἐκπεριελθεῖν τοὺς ὑπερδεξίους τόπους Polyb.; δι᾽ Ἀρκαδίας Plut.): ὀλίγον ἐκπεριελθών Luc. пустившись немного в обход.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεριέρχομαι: ἀποθ. = τῷ προηγ., Πολύβ. 10. 31, 3, Λουκ. Ὄνος 18.
Greek Monolingual
ἐκπεριέρχομαι (Α)
1. εκπερίειμι
2. (με αιτ.) εποπτεύω («ἐκπεριέρχομαι τὸν Πόντον», Πλούτ.)
3. περικυκλώνω
4. απατώ, εξαπατώ.