ἐμποίησις

From LSJ

πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμποίησις Medium diacritics: ἐμποίησις Low diacritics: εμποίησις Capitals: ΕΜΠΟΙΗΣΙΣ
Transliteration A: empoíēsis Transliteration B: empoiēsis Transliteration C: empoiisis Beta Code: e)mpoi/hsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A production, δογμάτων Arr.Epict.4.11.8: f.l. for πτόησιν, D.C. 37.16.
II (ἐμποιεῖσθαι) laying claim to, BGU94.14 (iii A.D.), etc.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος SEG 25.383.193 (Epidauro IV a.C.)]
I 1dud. construcción, fabricación ἐνποιήσιος κλαικός SEG l.c.
2 sent. intelectual formación ἐ. οἵων δεῖ δογμάτων formación de las opiniones adecuadas Arr.Epict.4.11.8, ἠθοποιία δ' ἐστὶν ἤθους ἐ. Ar.Did. en Stob.2.7.1.
II jur. reclamación de la propiedad de un bien, en fórmulas legales πάσῃ βεβαιώσι ἀπὸ δημοσίων τελεσμάτων ... καὶ πάσης ἐμποιήσεως con total garantía de quedar exento de impuestos públicos y de toda reclamación, PMich.Teb.121re.2.9.5 (I a.C.), cf. SB 13764.21, BGU 193.21 (ambos II d.C.).

German (Pape)

[Seite 816] ἡ, Gewohnheit, D. Cass. 37, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποίησις: -εως, ἡ, ἔθιμον, συνήθεια, Δίων Κ. 37, 16.

Greek Monolingual

ἐμποίησις, η (Α)
1. παραγωγή, δημιουργία, παρουσίασηἐμποίησις δογμάτων», Δίων Κ.)
2. έγερση αξιώσεως, απαιτήσεως («ἄρουραι καθαραὶ ἀπὸ πάσης ἐμποιήσεως», Πάπ.).