ἐνεύδω
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
English (LSJ)
sleep in or on, χλαῖναν.. καὶ κώεα, τοῖσιν ἐνεῦδεν Od.20.95, cf. 3.350, al., Theoc.5.10; τρίβωνι D.L.6.22.
Spanish (DGE)
dormir en c. dat. χλαῖναν ... καὶ κώεα, τοῖσιν ἐνεῦδεν Od.20.95, cf. Theoc.5.10, D.L.6.22, c. adv. μαλακῶς Od.3.350.
German (Pape)
[Seite 839] (s. εὕδω), darin, darauf schlafen; κώεα, τοῖσιν ἐνεῦδεν Od. 20, 95, vgl. 3, 350; τρίβωνι D. L. 6, 22.
French (Bailly abrégé)
dormir dans ou sur, τινι.
Étymologie: ἐν, εὕδω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνεύδω: (в чем-л. или завернувшись во что-л.) спать (κώεσιν Hom.; τρίβωνι Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεύδω: μέλλ. -ευδήσω, κοιμῶμαι ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, χλαῖναν... καὶ κώεα, τοῖσιν ἐνεῦδεν Ὀδ. Υ. 95, πρβλ. Γ. 350 κ. ἀλλ.
English (Autenrieth)
sleep in or on. (Od.)
Greek Monolingual
ἐνεύδω (Α) εύδω
κοιμάμαι μέσα ή πάνω σε κάτι («χλαῖναν... καὶ κώεα, τοῖσιν ἐνευδεν», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐνεύδω: μέλ. -ευδήσω, κοιμάμαι μέσα ή πάνω σε κάτι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.