ἐξαιρόομαι
From LSJ
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
English (LSJ)
Pass., (αἶρα) turn into darnel, Thphr. CP 2.16.2.
Spanish (DGE)
convertirse en cizaña ὁ πυρός Thphr.CP 2.16.2.
German (Pape)
[Seite 864] zu Lolch oder Trespe (αἶρα) werden, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαιρόομαι: μεταβάλλομαι εἰς αἶραν, εἰς ἄλλο ὅλως ἐξίσταται γένος τὰ μάλιστα τῶν σπερμάτων... καθάπερ ὁ πυρὸς καὶ ἡ κριθή· μόνα γὰρ ἐξαιροῦνται, εἰς αἶραν ἐξίστανται, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 16, 2.