ἐπιβύω
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
fut. -ύσω [ῡ], stop up, εἰ μὴ.. ἐπιβύσει τις αὐτοῦ τὸ στόμα Cratin.186; τὸ στόμ' ἐπιβύσας κέρμασιν τῶν ῥητόρων Ar.Pl.379:—Med., ἐπιβύσασθαι τὰ ὦτα Luc.Tim.9, Pr.Im.29.
German (Pape)
[Seite 931] (s. βύω), zustopfen; στόμα κέρμασιν Ar. Plut. 379; εἰ μὴ ἐπιβύσει τις αὐτοῦ τὸ στόμα Cratin. Schol. Ar. Equ. 523. – Med. sich verstopfen, τὰ ὦτα Luc. Tim. 9.
French (Bailly abrégé)
boucher;
Moy. ἐπιβύομαι se boucher : τὰ ὦτα les oreilles.
Étymologie: ἐπί, βύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβύω: (ῡ) зажимать, затыкать: τὸ στόμα ἐ. κέρμασιν Arph. заткнуть рот деньгами, т. е. купить (чье-л.) молчание; ἐπιβύσασθαι τὰ ὦτα Luc. заткнуть себе уши.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβύω: μέλλ. -ύσω ῠ, ἀποφράττω, εἰ μὴ ἐπιβύσει τις αὐτοῦ τὸ στόμα Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7· τὸ στόμ’ ἐπιβύσας… τῶν ῥητόρων Ἀριστοφ. Πλ. 379.- Μέσ., ἐπιβύσασθαι τὰ ὦτα Λουκ. Τίμ. 9, Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 29.
Greek Monolingual
ἐπιβύω (AM)
βουλλώνω, στουπώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βύω «παραγεμίζω»].
Greek Monotonic
ἐπιβύω: μέλ. -ύσω [ῡ], κλείνω, φράζω, βουλώνω, τὸ στόμα τινός, σε Αριστοφ. — Μέσ., ἐπιβύβασθαι τὰ ὦτα, κλείνω τα αυτιά μου, σε Λυκ.
Middle Liddell
fut. ύσω
to stop up, τὸ στόμα τινός Ar.:— Mid., ἐπιβύσασθαι τὰ ὦτα to stop one's ears, Luc.