ἐτεόκριθος

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτεόκρῑθος Medium diacritics: ἐτεόκριθος Low diacritics: ετεόκριθος Capitals: ΕΤΕΟΚΡΙΘΟΣ
Transliteration A: eteókrithos Transliteration B: eteokrithos Transliteration C: eteokrithos Beta Code: e)teo/kriqos

English (LSJ)

(sc. κριθή), ἡ, genuine, good barley, Thphr. CP 3.22.2.

German (Pape)

[Seite 1047] ἡ, ächte Gerste, κριθή, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτεόκρῑθος: ἡ, γνησία, καλὴ κριθή, Θεοφράστ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 22, 2.

Greek Monolingual

ἐτεόκριθος, ἡ (Α)
το γνήσιο, το καθαρό κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεός «αληθινός, γνήσιος» + -κριθος < κριθή (πρβλ. εύκριθος)].