ἑκατέρωθι
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
Adv. on either side, Pi.O.2.69, Hdt.2.19,106, Arist.Ath.54.8, etc.
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτέρωθι) • Alolema(s): hεκατέροθι IG 13.257 (V a.C.)
adv. a un lado y otro, en ambos lugares ἑ. μείναντες Pi.O.2.69, ἐπέρχεται ὁ Νεῖλος ... ἐπὶ δύο ἡμέρων ἑκατέρωθι ὁδόν Hdt.2.19, cf. 106, οἳ τά τε Διονύσια ποιοῦσιν ἑ. en Salamina y Atenas, Arist.Ath.54.8, cf. Plu.2.415a, D.C.43.1.3, c. gen. τοῦ ἐντέρου ἑ. a ambos lados del intestino Arist.HA 527a33.
German (Pape)
[Seite 752] auf jeder von beiden Seiten, auf beiden Seiten; Pind. Ol. 2, 76 u. Sp., wie D. Cass. 43, 1.
French (Bailly abrégé)
adv.
à chacun des deux côtés, des deux côtés sans mouv.
Étymologie: ἑκάτερος, -θι.
Russian (Dvoretsky)
ἑκᾰτέρωθι: adv. (на вопрос «где?») с каждой стороны, по обе стороны Pind., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτέρωθι: ἐπίρρ., καθ’ ἑκάτερον μέρος, Πινδ. Ο. 2. 124, Ἡρόδ. 2. 19, 106, Ἀριστ.
English (Slater)
ἑκᾰτέρωθι on either side ὅσοι δ' ἐτόλμασαν ἐστρὶς ἑκατέρωθι μείναντες ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (ἐν τῷ ὑπὲρ γῆν καὶ ὑπὸ γῆν. Σ.) (O. 2.69)
Greek Monolingual
(AM ἑκατέρωθι)
επίρρ. στο κάθε ένα από τα δύο μέρη.
Greek Monotonic
ἑκᾰτέρωθι: επίρρ., από κάθε πλευρά, σε Ηρόδ.