ἑξάχορδος
From LSJ
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
German (Pape)
[Seite 874] sechssaitig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάχορδος: -ον, ὁ ἔχων ἓξ χορδάς, ἐν ἑξαχόρδῳ κιθάρᾳ Ἀνώνυμ. π. τοῦ Ἁγ. Θεοδ. 19, σ.18.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἑξάχορδος, -ον)
αυτός που έχει έξι χορδές
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάχορδον
κλίμακα έξι φθόγγων με ένα ημιτόνιο στη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χορδή.