ἔφαμμος
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ἔφαμμον, sandy, Thphr. CP2.4.4, etc. (nisi leg. ὕφαμμος).
German (Pape)
[Seite 1112] sandig, Theophr., v.l. ὕφαμμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἔφαμμος: -ον, ἀμμώδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 4, κτλ. ὁ Schneid. ὕφαμμος.
Greek Monolingual
ἔφαμμος, -ον (Α)
αμμώδης («ἐὰν δὲ δὴ ἐν ἁλμώδει καὶ ἐφάμμῳ φυτεύσῃ», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἄμμος με αναλογική δάσυνση].