ἦα
From LSJ
διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)
English (LSJ)
ἦεν, 1 and 3sg. Ep. impf. of εἰμί (sum). ᾖα, contr. for ἤϊα, Ion. impf. of εἶμι (ibo). ᾖα, τά, contr. from ἤϊα (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1148] = ἤϊα od. ᾔειν, s. εἶμι. ep. = ἦν, ich war, Od.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ sg. impf. épq. de εἰμί.
Russian (Dvoretsky)
ἦα: эп. 1 л. sing. impf. к εἰμί.
Greek (Liddell-Scott)
ἦα: ἦεν, α΄ καὶ γ΄ ἑν. ἐπ. παρατ. τοῦ εἰμὶ (sum).
English (Autenrieth)
see εἰμί.
Greek Monotonic
ἦα: ἦεν, Επικ. αντί ἦν, αʹ και γʹ ενικ. παρατ. του εἰμί (Λατ. sum).