ἰήλεμος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
Ionic for ἰάλεμος.
German (Pape)
[Seite 1244] u. die abgeleiteten, ion. = ἰάλεμος u. s. w., w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἰάλεμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰήλεμος: ἰηλεμίζω, ἰηλεμίστρια, Ἰηλυσός, Ἰων. ἀντὶ ἰάλεμος, ἰαλεμίζω, κτλ.
Greek Monolingual
ἰήλεμος, ὁ (Α)
ιων. τ. του ιάλεμος.
Greek Monotonic
ἰήλεμος: Ιων. αντί ἰᾱλ-.