ἰδιοτροπία
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
ἡ,
A peculiar quality, Cleom.2.4, Ptol. Tetr.1, Heph.Astr.1.20, etc.
2 specific form or manner, Simp.in Ph.1073.19; peculiarity, Dam.Pr.90; idiosyncrasy, ib.388.
German (Pape)
[Seite 1237] ἡ, die eigenthümliche Art, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιοτροπία: ἡ, ἰδιαίτερος τρόπος, Κλεομήδ. 2. σ. 104, Εὐστ. Πονημάτ. 27, 8 καὶ 66.
Greek Monolingual
η (Α ἰδιοτροπία) ιδιότροπος
1. η ιδιότητα του ιδιότροπου, η ιδιορρυθμία, η ιδιοτυπία
2. δυστροπία, παραξενιά, στρυφνότητα
αρχ.
1. ιδιαίτερος τρόπος
2. ιδιοσυγκρασία.
Translations
idiosyncrasy
Bulgarian: индивидуалност, начин на мислене; Catalan: idiosincràsia; Danish: idiosynkratisk; Dutch: eigenheid, eigenaardigheid; Esperanto: idiosinkrazio; French: idiosyncrasie; German: Eigenheit, Eigenart, Eigensinn; Greek: ιδιοσυγκρασία, νοοτροπία; Ancient Greek: ἰδιοσυγκρασία, ἰδιοσύγκρασις, ἰδιοσυγκρισία, ἰδιοτροπία; Italian: idiosincrasia, mania, fissazione; Japanese: 個性, 特異体質; Polish: osobliwość, dziwactwo, idiosynkrazja; Portuguese: idiossincrasia; Romanian: particularitate, idiosincrazie; Russian: идиосинкразия; Spanish: idiosincrasia; Swedish: egenart, egenhet, egenskap; Turkish: ayrıklılık, huy, kişisel özellik, tuhaflık, mizaç, tabiat; Ukrainian: ідіосинкразія; Yiddish: אידיאָסינקראַסי