ἰσοδαίμων
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
ἰσοδαίμον, gen. ονος,
A godlike, A.Pers.634 (lyr.), Ariphron 1.4, Hierocl.in CA4p.425M.
II equal in fortune or equal in happiness, ἰ. βασιλεῦσι Pi.N.4.84.
German (Pape)
[Seite 1264] ονος, einem Gotte gleich; βασιλεύς Aesch. Pers. 625; Scol. bei Ath. XV, 702 a; βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα [ι] Pind. N. 4, 48, den Königen gleich an Geschick.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
semblable ou égal à un dieu.
Étymologie: ἴσος, δαίμων.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοδαίμων: 2, gen. ονος (ῑσ)
1 равный божеству (βασιλεύς Aesch.; ἄνθρωποι Plut.);
2 похожий по своей судьбе, подобный своей участью (βασιλεῦσιν Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοδαίμων: -ον, γεν. ονος, ἰσόθεος, ὅμοιος τῷ θεῷ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 633. ΙΙ. ἴσος τινὶ κατὰ τὴν εὐδαιμονίαν, ἰσ. βασιλεῦσι Πινδ. Ν. 4. 136.
English (Slater)
ῑσοδαίμων equal in fortune to c. dat. ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα (N. 4.84)
Greek Monolingual
ἰσοδαίμων, -ον (Α)
1. ίσος, όμοιος με τον θεό, ισόθεος («ἰσοδαίμων βασιλεύς», Αισχύλ.)
2. ίσος με άλλον κατά την ευδαιμονία ή κατά την τύχη («ἰσοδαίμων βασιλεῡσι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + δαίμων.
Greek Monotonic
ἰσοδαίμων: -ον, γεν. -ονος, ισόθεος, ίσος, όμοιος με θεό, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἰσο-δαίμων, ονος,
godlike, Aesch.