ἱμάντινος
From LSJ
English (LSJ)
η, ον, of leather thongs, Hdt.4.189, Hp.Art. 78.
German (Pape)
[Seite 1252] von ledernen Riemen gemacht; θύσανοι Her. 4, 189; δεσμά Hippocr.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait avec des courroies.
Étymologie: ἱμάς.
Russian (Dvoretsky)
ἱμάντινος: (ῐμ) ременный, кожаный (θύσανοι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱμάντῐνος: -η, -ον, (ἱμὰς) ἐξ ἱμάντων, ἐπὶ δερματίνων δεσμῶν, Ἡρόδ. 4. 189, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837.
Greek Monolingual
ἱμάντινος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από ιμάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + κατάλ. -ινος (πρβλ. μάλλινος, ξύλινος)].
Greek Monotonic
ἱμάντῐνος: -η, -ον (ἱμάς), αυτός που έχει συντεθεί από ιμάντες, λουριά, σε Ηρόδ.