Ἰνδολέτης
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
Ἰνδολέτου, ὁ, Indian-killer, of Dionysus, AP9.524.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
vainqueur de l'Inde.
Étymologie: Ἰνδός, ὄλλυμι.
Greek Monolingual
Ἰνδολέτης, ὁ (Α)
(ως επίθ. του Διονύσου) αυτός που εξολόθρευσε τους Ινδούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰνδός + -ὀλέτης (< ὀλέτης < ὄλλυμι «καταστρέφω, χάνω»), πρβλ. ανδρολέτης, θηρολέτης].
Greek Monotonic
Ἰνδολέτης: -ου, ὁ (ὀλέσαι), αυτός που σκοτώνει, που καταστρέφει τους Ινδούς, επίθ. του Βάκχου, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
Ἰνδολέτης: ου ὁ разрушитель, т. е. покоритель Индии (эпитет Диониса-Вакха) Anth.