ὀσμύλος

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀσμύλος Medium diacritics: ὀσμύλος Low diacritics: οσμύλος Capitals: ΟΣΜΥΛΟΣ
Transliteration A: osmýlos Transliteration B: osmylos Transliteration C: osmylos Beta Code: o)smu/los

English (LSJ)

ὁ, = ὀσμύλη (strong-smelling musky octopus, Eledone cirrosa), Arist. ap. Ath. 7.318e, Ael. NA 5.44, Oppian. H. 1.307, 310.

German (Pape)

[Seite 396] ὁ, = ὀσμύλη; Opp. Hal. 1, 307; Ael. A. 5, 44.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de polype de mer qui exhale une odeur forte, poisson.
Étymologie: ὀσμή.

Russian (Dvoretsky)

ὀσμύλος: ὁ Arst. = ὀσμύλη.

Greek (Liddell-Scott)

ὀσμύλος: ὁ, διάφ. γραφ. ἀντὶ μόρμυρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 7, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 5. 44., 9. 45.

Greek Monolingual

ὀσμύλος, ὁ (Α)
1. είδος πολύποδα, η οσμύλη
2. (δ. ανάγν.) μορμύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + επίθημα -ύλος (πρβλ. αρκτύλος)].