ὁμοιοταχής

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοτᾰχής Medium diacritics: ὁμοιοταχής Low diacritics: ομοιοταχής Capitals: ΟΜΟΙΟΤΑΧΗΣ
Transliteration A: homoiotachḗs Transliteration B: homoiotachēs Transliteration C: omoiotachis Beta Code: o(moiotaxh/s

English (LSJ)

ὁμοιοταχές, moving with equal velocity, Sch.Arat.19. Adv. ὁμοιοταχῶς Arist.Mu.392a14 (v.l. ὁμοταχῶς).

German (Pape)

[Seite 336] ές, von gleicher Geschwindigkeit, Sp., Adv., ὁμοιοταχῶς κινεῖσθαί τινι, Arist. mund. 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοτᾰχής: -ές, ὁ ἐξ ἴσου ἢ ὁμοίως ταχύς, Σχολ. εἰς Ἄρατ. 19. Ἐπίρρ. -χῶς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 7.

Greek Monolingual

ὁμοιοταχής, -ές (Α)
αυτός που κινείται με την ίδια ταχύτητα σε σχέση με έναν άλλο, ισοταχής.
επίρρ...
ὁμοιοταχῶς (Α)
με την ίδια ταχύτητα, ισοταχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -ταχής (< τάχος)].