ὑπογλυκαίνω

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπογλῠκαίνω Medium diacritics: ὑπογλυκαίνω Low diacritics: υπογλυκαίνω Capitals: ΥΠΟΓΛΥΚΑΙΝΩ
Transliteration A: hypoglykaínō Transliteration B: hypoglykainō Transliteration C: ypoglykaino Beta Code: u(poglukai/nw

English (LSJ)

sweeten a little: metaph., coax and smooth down, δῆμον ῥηματίοις Ar.Eq.216.

German (Pape)

[Seite 1212] ein wenig versüßen, übertr., ein wenig mit süßen Worten schmeicheln od. etwas freundlich stimmen, ῥηματίοις μαγειρικοῖς, Ar. Equit. 216.

French (Bailly abrégé)

adoucir un peu, fig. amadouer ou cajoler.
Étymologie: ὑπό, γλυκαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπογλῠκαίνω: услаждать, ублажать (τινὰ ῥηματίοις μαγειρικοῖς Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπογλῠκαίνω: γλυκαίνω ὀλίγον τι· μεταφ., θωπεύω καὶ καταπραΰνω, ὑπογλυκαίνειν ῥηματίοις μαγειρικοῖς, Ἀριστοφάνους Ἱππ. 216.

Greek Monolingual

Α
1. γλυκαίνω λιγάκι
2. μτφ. καλοπιάνω με κολακείες («δῆμον ὑπογλυκαίνειν ῥηματίοις μαγειρικοῖς», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ὑπογλῠκαίνω: γλυκαίνω λίγο· μεταφ., καλοπιάνω και καταπραΰνω, τινά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


to sweeten a little: metaph. to coax and smooth down, τινά Ar.