ὠκύμολος

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠμολος Medium diacritics: ὠκύμολος Low diacritics: ωκύμολος Capitals: ΩΚΥΜΟΛΟΣ
Transliteration A: ōkýmolos Transliteration B: ōkymolos Transliteration C: okymolos Beta Code: w)ku/molos

English (LSJ)

ὠκύμολον, quick-going, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύμολος: -ον, ὁ ταχέως πορευόμενος, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ταχὺ πορευόμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + θ. μολ- (πρβλ. ἔμολον, αόρ. β' του βλώσκω «έρχομαι»), πρβλ. αὐτόμολος].

German (Pape)

schnell gehend, Suid.