Ῥωμαῖος
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
α, ον, a Roman, Plb.10.36.3, etc.; τὰ Ῥωμαῖα = Roman Games, Lat. Ludi Romani, D.C.37.8.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Rome, Romain ; οἱ Ῥωμαῖοι, les Romains.
Étymologie: Ῥώμη.
English (Strong)
from Ῥώμη; Romæan, i.e. Roman (as noun): Roman, of Rome.
English (Thayer)
Ρωμαίου, ὁ, a Roman: R. V. here from Rome); Polybius, Josephus, others); often in 1,2Macc.)
Greek Monolingual
ο, θηλ. Ρωμαία / Ῥωμαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και Ρωμαΐς, Α
1. ο πολίτης, ο κάτοικος της Ρώμης, αρχαίας ή σύγχρονης, ή αυτός που κατάγεται από τη Ρώμη
2. ο λατινικής καταγωγής και λατινόφωνος Ιταλός
3. κάθε υπήκοος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που είχε λάβει από το 212 μ.Χ. το δικαίωμα του πολίτη
νεοελλ.-μσν.
(ειδικά) ο ελληνόφωνος χριστιανός ορθόδοξος κάτοικος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο Ρωμιός
μσν.
ο υπήκοος του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, συχνά κατ' αντιδιαστολήν προς τους «Λατίνους», τους δυτικούς Ρωμαίους («διατ' ἦτον σπίτιν ὁλωνῶν, Ῥωμαίων καὶ Λατίνων», Άλωσις Κων / πόλεως, Legrand, Bibliotheque)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. α) εν. τὸ Ῥωμαῖον
ο ναός της θεοποιημένης Ρώμης
β) πληθ. τὰ Ῥωμαία
οι αγώνες τών Ρωμαίων («Ῥωμαῖα τὰ ἐν Χαλκίδι», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥώμη + κατάλ. -αῖος].
Russian (Dvoretsky)
Ῥωμαῖος: II ὁ римлянин Plut.
римский, латинский Polyb., Plut.
Chinese
原文音譯:`Rwma‹oj 羅馬衣哦士
詞類次數:專有名詞(12)
原文字根:羅馬人
字義溯源:羅馬人,羅馬,羅馬的,羅馬人的;源自(Ῥώμη)=能力), (Ῥώμη)出自(ῥώννυμι)=加力,健康),而 (ῥώννυμι)又出自(ῥώννυμι)X*=擲)
出現次數:總共(12);約(1);徒(11)
譯字彙編:
1) 羅馬人(7) 約11:48; 徒16:38; 徒22:26; 徒22:27; 徒22:29; 徒23:27; 徒28:17;
2) 羅馬(3) 徒16:21; 徒16:37; 徒22:25;
3) 羅馬人的(1) 徒25:16;
4) 羅馬的(1) 徒2:10