antorcha
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
αἴγλη, Βάκχος, γραβδίς, γράβιον, δαβελός, δᾳδίον, δαελός, δαΐς, δαλός, δάος, δᾷς, δαυλός, δέλετρον, δετή, δέτις, ἐλάνη, ἑλένη, κανδήλη, κηρίων, λαμπάς, λάμπη, λαμπτήρ, λοφνία, λοφνίδιον, λοφνίς, πανός, πεύκη, πυρσός, φανή, φανίον, φανός