irritación
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Spanish > Greek
ἄραδος, ἄμυξις, αἱμάτωσις, γαργαλισμός, γάργαλος, ἀγγρία, διαγανάκτησις, γαργαλίζω, ἑλκώδης, γάργασις, διερεθισμός, ἐκτάραξις, δυσχερασμός, ἀγριαῖνον, γαργάλη, ἀδαξησμός, ὀδαξησμός, ἀδαγμός, ὀδαγμός, ἀναξεσμός, ἀγανάκτησις, δῆξις, δηγμός, ἄδηκτος, δυσφροσύνη