schitterend
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Dutch > Greek
αἰγλήεις, αἰθός, γλαυκός, διαυγής, παμφανάω, περικαλλής, περιλαμπής, στέροψ, στιλπνός