αναποδίζω

Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
ἀναποδίζω)
1. γυρίζω πίσω, επιστρέφω στο σημείο εξορμήσεως, οπισθοχωρώ, οπισθοδρομώ
2. (για σιδηροδρόμους και ατμόπλοια) κινώ τη μηχανή ανάποδα, αντίστροφα για οπισθοχώρηση, κινούμαι με την πρύμνη
αρχ.-μσν.
κάνω κάποιον να γυρίσει, να στραφεί πίσω, να επιστρέψει
αρχ.
κάνω κάποιον να επιστρέψει, τον επαναφέρω προς τα πίσω και τον ρωτώ, τον ανακρίνω εξαντλητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ποδίζω < πούς.
ΠΑΡ. αναποδισμός
μσν.
ἀναποδιστής
μσν.- νεοελλ.
αναπόδιση (-ις)].———————— (II)
ανάποδος
1. φέρομαι άσχημα, γίνομαι δύστροπος ή κακότροπος.