κ. -κραίνω (AM ἀπομακρύνω, Μ κ. -κραίνω)οδηγώ κάποιον ή κάτι μακριάμσν.- νεοελλ.πηγαίνω μακριά, ξεμακραίνωνεοελλ.1. αποσύρω2. εκτοπίζω, αποπέμπω3. κρατώ κάποιον μακριά, τον αποφεύγω.