ἀπομακρύνω

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source

German (Pape)

[Seite 314] = ἀπομηκύνω, Sp.; τόποι ἀπομεμακρυσμένοι τοῦ ἡλίου, entfernt, Arist. plant. 2, 6.

Spanish (DGE)

alejar, separar ὁρᾷς ... πρὸ πόσων διαστημάτων ἀπεμάκρυνε Chrys.M.63.115, καὶ τῶν ἐντολῶν τοῦ θεοῦ ἑαυτοὺς ἀπομακρυνάντων Chrys.M.55.698.

Greek Monolingual

κ. -κραίνω (AM ἀπομακρύνω, Μ κ. -κραίνω)
οδηγώ κάποιον ή κάτι μακριά
μσν.- νεοελλ.
πηγαίνω μακριά, ξεμακραίνω
νεοελλ.
1. αποσύρω
2. εκτοπίζω, αποπέμπω
3. κρατώ κάποιον μακριά, τον αποφεύγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπομακρύνω: удалять на большое расстояние (τόποι ἀπομεμακρυσμένοι τοῦ ἡλίου Arst.).