βάραθρο

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (AM βάραθρον, Α και βέρεθρον και βέθρον)
1. βαθύ χάσμα γης
2. όλεθρος, καταστροφή
αρχ.
1. είδος γυναικείου κοσμήματος
2. μεγάλος και βαθύς λάκκος στην Αθήνα, όπου έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βέρεθρον (< gwer--) και βάραθρον (gwr--) —αντί βάρεθρον, με εξακολουθητική αφομοίωση του -α- σε -ε- αποτελούν μεταπτωτικές βαθμίδες δισύλλαβης ρίζας (βερη-), η οποία εμφανίζει και μονοσύλλαβη μορφή gwer- «καταπίνω, καταβροχθίζω» (πρβλ. βορά, λατ. gurges «δίνη», vorāre «καταβροχθίζω, καταπίνω»). Εξάλλου ο τ. βέθρον < βέρθρον ή βρέθρον, με ανομοιωτική σίγηση του -ρ- < βέρεθρον, με συγκοπή του –ε- (πρβλ. πέλεθρον > πλεθρον)].