έλξη
Greek Monolingual
η (AM ἕλξις)
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του έλκω, το να έλκεται, να σύρεται κάτι προς ορισμένη διεύθυνση
νεοελλ.
1. ελκυστικότητα, γοητεία
2. η δύναμη που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά μέσα κ.λπ. («ίπποι έλξεως»)
3. η κατακόρυφη ανύψωση του σώματος με εξάρτηση τών χεριών από δοκό
4. η ιδιότητα τών υλικών σωμάτων και τών μορίων τους να ασκούν αμοιβαία δυνάμεις που τείνουν να πλησιάσουν το ένα προς το άλλο ή να διατηρούν τη συνοχή τους
5. το ιδίωμα φθόγγων της βυζαντινής μουσικής να ελκύουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις τους αμέσως οξύτερους ή τους αμέσως βαρύτερους ήχους
6. σχήμα του λόγου κατά το οποίο όρος προτάσεως έλκεται, υφίσταται επίδραση (ως προς την πτώση, το γένος, τον αριθμό, την έγκλιση, τον χρόνο ή τη διάθεση) από όρο άλλης προτάσεως της ίδιας περιόδου («ο Χάρος όπου τάκουσε πολύ του βαροφάνη» [[[αντί]] «του Χάρου... του βαροφάνη»], «τήν οὐσίαν, ἥν κατέλιπε τῷ υἱεῑ, ἀξία ἐστι δέκα ταλάντων» [[[αντί]] «ἡ οὐσία... ἀξία ἐστί...»])
7. φρ. «έλξη γλώσσας»
α) μέθοδος τεχνητής αναπνοής
β) το τράβηγμα της γλώσσας προς τα έξω σε περίπτωση βαθειάς νάρκωσης
αρχ.
1. το τέντωμα του τόξου
2. κατάποση, ρούφηγμα.