ψήττα
Greek Monolingual
η / ψῆττα, ΝΑ, και ψῆσσα Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, πλευρονηκτοειδών ιχθύων, γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία καλκάνι
αρχ.
(με υβριστική ή ειρων. σημ.) ανόητος, ηλίθιος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψῆττα (< ψήχ-jα), κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από το θ. ψηχ- του ψήχω «τρίβω, ξυστρίζω», λόγω της τραχιάς υφής του δέρματος του ψαριού (πρβλ. γαλλ. limande «ψήττα» < λατ. lima «ρίνη»). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. psētta].