εντρυφώ

Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(Μ ἐντρυφῶ, -άω)
βρίσκω ευχαρίστηση, απόλαυση, τέρψη σε κάποια απασχόληση
αρχ.-μσν.
διασκεδάζω σε βάρος κάποιου
αρχ.
1. απόλ. είμαι ή φαίνομαι τρυφηλός
2. φέρομαι περιφρονητικά ή αλαζονικά σε κάποιον, τον εμπαίζω
3. παθ. ἐντρυφῶμαι
γίνομαι στόχος εμπαιγμού, εμπαίζομαι
4. χαίρομαι για τη δυστυχία κάποιου
5. χρησιμοποιώ κάτι όπως μού αρέσει, κάνω κατάχρηση
6. (μτφ. για τα μαλλιά) κυματίζω με χάρη, παίζω με τον άνεμο.