επιφυλάσσω
Greek Monolingual
(Α ἐπιφυλάσσω και αττ. τ. ἐπιφυλάττω)
φυλάω και προορίζω για κάποιο σκοπό, περιμένω την κατάλληλη περίσταση (α. «η τύχη του επιφύλαξε μεγάλες συμφορές» β. «σκηνησάμενος ἐν θαλάττῃ τέγγων τοὺς πόδας πλοῡν ἐπιφυλαττέτω», Πλάτ.)
νεοελλ.
μέσ. επιφυλάσσομαι
1. έχω επιφυλάξεις, σκοπεύω να ενεργήσω στην κατάλληλη στιγμή («επιφυλάσσομαι να σάς απαντήσω»)
2. επιφυλάσσω ένα δικαίωμα στον εαυτό μου, διατηρώ επιφύλαξη για κάποιο ζήτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φυλάσσω. Η λ. επιφυλάττομαι μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].